κατανοσφίζομαι

κατανοσφίζομαι
κατανοσφίζομαι (Α)
καταχρώμαι, σφετερίζομαι («οἱ κατανοσφιζόμενοι τὰ δημόσια», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νοσφίζομαι «ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατανοσφιζόμενοι — κατανοσφίζομαι embezzle pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”